- ζαρωματιά
- η [ζάρωμα]πτυχή, ρυτίδα, ζάρα, σούφρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαρωματιά — η ζάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρίλα — η 1. πτυχή, σούρα 2. ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γριά] … Dictionary of Greek
διπλοζαρωμάδα — η βαθιές ρυτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + ζαρωμάδα «ζαρωματιά, ρυτίδα»] … Dictionary of Greek
ζάρα — και ζαρωματιά, η 1. αναδίπλωση υφάσματος, τσαλάκωμα, πτυχή, σούφρα («το ύφασμα κάνει ζάρες») 2. ρυτίδα τού δέρματος 3. μτφ. κάθε πτύχωση οποιασδήποτε επιφάνειας («οι ζάρες τού πελάγου») 4. πήλινο αγγείο 5. κατακάθι, ζούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαρώνω,… … Dictionary of Greek
ζαρωμάδα — η (Μ ζαρωμάδα) ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρωμα + κατάλ. αδα* (πρβλ. αφηρημ άδα, ζαλ άδα)] … Dictionary of Greek
ρυτίδα — η / ῥυτίς, ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. βρυτίς, Α πτύχωση, ζαρωματιά που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια και, ιδίως, στο δέρμα ως αποτέλεσμα τής γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
ρύσιλλα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + εκφραστ. επίθημα ιλλα (πρβλ. κόρα: κόρ ιλλα)] … Dictionary of Greek
στολίς — ίδος, ἡ, Α 1. στολή, ενδυμασία («στολίδα κροκόεσσαν», Ευρ.) 2. ιστίο, πανί («νηῶν στολίδες λεπταλέαι», Ανθ. Παλ.) 3. ρυτίδα, ζαρωματιά τού δέρματος («κεκλασμέναις στολίσι καὶ ῥυτίσι», Πλούτ.) 4. πτυχή διαφόρων οργάνων τού σώματος («ή μήτρα κατά… … Dictionary of Greek
φαρκίς — ῑδος, ἡ, Α ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα *bher «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση k και επίθημα ίς, ῖδος (πρβλ. κηλ ίς, σφραγ ίς) και συνδέεται με το λιθουαν.… … Dictionary of Greek
ρυτίδα — η πτυχή, ζάρα, ζαρωματιά: Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)